- διαμαρτυρικό(ν)
- τό1) опротестование (тж. векселя); 2) πλ. расходы, связанные с опротестованием векселя
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαμαρτυρικό — το 1. έγγραφο που συντάσσει συμβολαιογράφος και βεβαιώνει τη μη αποδοχή συναλλαγματικής ή γραμματίου ή τη μη εμπρόθεσμη εξόφληση της 2. πληθ. τα διαμαρτυρικά τα έξοδα για τη σύνταξη και επίδοση τού διαμαρτυρικού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
διαμαρτυρικό — το έγγραφο που συντάσσεται από συμβολαιογράφο για τη διαμαρτύρηση συναλλαγματικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιαμαρτύρητος — η, ο [διαμαρτύρομαι] 1. αυτός που δεν διαμαρτύρεται, αγόγγυστος, υπομονετικός, καρτερικός 2. (Νομ.) «αδιαμαρτύρητη συναλλαγματική», η συναλλαγματική για την οποία δεν συντάχθηκε διαμαρτυρικό … Dictionary of Greek
διαμαρτυρώ — (Α διαμαρτυρῶ, έω) [μαρτυρώ] 1. συντάσσω και κοινοποιώ το διαμαρτυρικό 2. ενεργώ διαμαρτύρηση, προβαίνω σε διαμαρτύρηση αρχ. καταφεύγω σε διαμαρτυρία … Dictionary of Greek
διαμαρτυρώ — διαμαρτύρησα, διαμαρτυρήθηκα, διαμαρτυρημένος (γραμμάτιο, συναλλαγματική), συντάσσω διαμαρτυρικό έγγραφο για τη μη αποδοχή ή τη μη έγκαιρη εξόφληση γραμματίου ή συναλλαγματικής: Η τράπεζα διαμαρτύρησε τη συναλλαγματική μου λόγω των πολλών χρεών… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)